Κύριοι,
Σε συνέχεια του σχετικού εγγράφου σας, σας υποβάλλω μερικές από τις προτάσεις και παρατηρήσεις μου που αφορούν το θέμα της σύνταξης του νέου εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του Σ.ΕΠ.Ε. οι οποίες κατά τη γνώμη μου σχετίζονται με τα βασικότερα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ομαλή λειτουργία του Σ.ΕΠ.Ε.
Μετά τιμής
Β. Οικονόμου
Προτάσεις επί των βασικών κεφαλαίων του σχεδίου
«Kανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας ΣΕΠΕ»
Επειτα από το σχετικό σας έγγραφο σας υποβάλλω τις παρακάτω προτάσεις, οι οποίες αφορούν ορισμένα από τα βασικότερα θέματα που σχετίζονται με το καθημερινό έργο των επιθεωρητών εργασίας και την επιτυχή διεκπεραίωσή του. Οι προτάσεις αυτές σε μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι δεν εκφράζουν μόνο τις προσωπικές μου απόψεις, αλλά και τις απόψεις της μεγάλης πλειοψηφίας των επιθεωρητών εργασίας, όπως αυτές μου μεταφέρθηκαν όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετώ στο ΣΕΠΕ, τόσο στο πλαίσιο της καθημερινής μου συνεργασίας με συναδέλφους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας, όσο και στο πλαίσιο της γενικότερης επικοινωνίας και της ανταλλαγής απόψεων με πολλούς συναδέλφους από όλη την επικράτεια σχετικά με τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες της υπηρεσίας μας. Σε αυτές τις προτάσεις έχω καταλήξει από την προσωπική μου εμπειρία και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μου ως ενεργός τεχνικός επιθεωρητής τα τελευταία 10 χρόνια και αποσκοπούν στο να δοθούν λύσεις σε προβλήματα και δυσλειτουργίες που ταλανίζουν για πολλά χρόνια τα ΚΕΠΕΚ και τις ΤΤΥΕ και αφορούν κυρίως σπατάλη χρόνου και ανορθόδοξη χρήση του ανθρώπινου δυναμικού των υπηρεσιών, είτε λόγω χρησιμοποίησής του σε ανούσιες γραφειοκρατικές δραστηριότητες ή σε ελεγκτικό έργο και διεξαγωγή επιθεωρήσεων πάνω σε ζητήματα ήσσονος σημασίας, τα οποία πολλές φορές μάλιστα κινούνται και εκτός των ορίων των αρμοδιοτήτων του ΣΕΠΕ. Όπως είναι φυσικό κάτι τέτοιο έχει ως συνέπεια τον αποπροσανατολισμό των υπηρεσιών από το κύριο έργο τους και την αδυναμία ολοκληρωμένου σχεδιασμού και προγραμματισμού επιλεγμένων δράσεων σε τομείς που υπάρχει πραγματική (πολλές επιτακτική φορές) ανάγκη για την προστασία των εργαζομένων. Επάνω σε αυτή τη λογική, η σημερινή μη ορθολογική χρήση του ανθρώπινου δυναμικού και των υλικών μέσων και η απασχόλησή των υπηρεσιών με πολλά δευτερεύοντα ζητήματα στις δύσκολες από οικονομική άποψη εποχές που διανύουμε (κυρίως για να ικανοποιηθούν ακρίτως ακραίας μορφής αιτήματα ή απαιτήσεις πολιτών, εργαζομένων, σωματείων, ΕΞΥΠΠ κ.λ.π. ή προκειμένου να εξυπηρετηθεί η κακώς νοούμενη απαραίτητη συνδρομή των υπηρεσιών μας προς άλλες δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομικές ή δικαστικές αρχές κ.λ.π.), σε καμία περίπτωση δεν συνιστά φιλεργατική πολιτική, δεν σχετίζεται με το ζήτημα της πραγματικής προστασίας των εργαζομένων και όπως είναι φυσικό εξακολουθεί να τραυματίζει διαρκώς το κύρος του ΣΕΠΕ σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας (εργαζόμενοι, εργοδότες, τρίτοι).
Εκτός από τα προτεινόμενα κεφάλαια, στο νέο «Kανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας ΣΕΠΕ», κατά την άποψή μου είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά και σε ορισμένα γενικότερα ζητήματα δεοντολογίας που αφορούν το «προφίλ», τον κώδικα συμπεριφοράς των επιθεωρητών εργασίας, τη διεκπεραίωση των επιθεωρήσεων καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης διαφόρων καταστάσεων που συναντώνται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μερικά από τα ουσιώδη αυτά ζητήματα που αφορούν την γενικότερη εικόνα των επιθεωρητών εργασίας και της υπηρεσίας προς ολόκληρη την κοινωνία παρατίθενται επίσης υπό μορφή προτάσεων στη συνέχεια.
Προσωπικά (αν και εύχομαι ολόψυχα να διαψευσθώ), διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν τελικά υλοποιηθούν (και παρά την εκ πρώτης όψεως θετική βούληση της πολιτικής ηγεσίας), όλες οι απαραίτητες θεσμικές και οργανωτικές καινοτομίες για την αναδιοργάνωση του ΣΕΠΕ και την αναβάθμιση της υπόληψής του στην ελληνική κοινωνία. Η ευθυνοφοβία πολλών υπηρεσιακών παραγόντων, ο φόβος απέναντι στην καινοτομία και αντίστοιχα η ασφάλεια που προσφέρει το καταφύγιο της πεπατημένης οδού, η έλλειψη εμπειρίας σε πρακτικά θέματα της επιθεώρησης με βάση την παρούσα πραγματικότητα (2010), σε συνδυασμό πάντοτε με τον φόβο του κόστους από ενδεχόμενη δυσαρέσκεια ορισμένων συνδικαλιστικών παραγόντων και πολιτικών προϊσταμένων, αλλά φυσικά και η ιδιοτελής προσπάθεια για την απόκτηση της ευαρέσκειας των τελευταίων μέσω της ωραιοποίησης ή αποσιώπησης των πραγματικών καταστάσεων, αποτελούν γνωστά σε όλους μας αρνητικά φαινόμενα και αγκυλώσεις. Από την μέχρι τώρα εμπειρία, η συμβολή όλων αυτών των παραγόντων στην οριστική διαμόρφωση των θέσεων και των σχεδίων που υποβάλλονται για αρχική έγκριση και για θεσμική κατοχύρωση στη συνέχεια είναι καταλυτική και δυστυχώς αναπόφευκτη.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ.
Αναφορικά με την αρμοδιότητα της υπηρεσίας μας να συντάσσει εκθέσεις έρευνας για τα θανατηφόρα και τα σοβαρά εργατικά ατυχήματα, λαμβάνοντας υπόψη α) την κύρια αποστολή της (επιθεώρηση των χώρων εργασίας και επιβολή μέτρων για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων), β) τον μεγάλο όγκο των αναγγελθέντων ελαφρών εργατικών ατυχημάτων τόσο σε σχέση με το υπάρχον στελεχιακό δυναμικό όσο και με κάθε ευοίωνη μελλοντική προοπτική για αύξησή του με βάση το μέγεθος της χώρας, γ) την αποκτηθείσα εμπειρία από τη λειτουργία του ΣΕΠΕ τα τελευταία χρόνια, δ) την γενικότερη ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία και τις ακολουθούμενες πρακτικές, προτείνονται τα ακόλουθα:
1) Δεν θα συντάσσονται εκθέσεις έρευνας για τα εργατικά ατυχήματα τροχαίας αιτιολογίας, για τα εργατικά ατυχήματα που οφείλονται σε βιαιοπραγίες ή τρομοκρατικές ενέργειες και τέλος για τα εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν εκτός των χώρων εργασίας (εκτός δηλαδή των χώρων που ελέγχονται από εργοδότες, όπως είναι οι πάσης φύσεως δημόσιοι χώροι και οι ιδιωτικοί χώροι που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες κ.λ.π.) και ανεξάρτητα από τη σοβαρότητά τους.
2) Εκθέσεις έρευνας εργατικών ατυχημάτων θα συντάσσονται για τα λοιπά θανατηφόρα και σοβαρά εργατικά ατυχήματα. Ως κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός ατυχήματος ως σοβαρού είναι τα ακόλουθα:
• Οι πάσης φύσεως ακρωτηριασμοί.
• Η διάρκεια νοσηλείας του εργαζομένου εντός του νοσοκομείου (διάρκεια μεγαλύτερη των 3 ημερών.
3) Εκθέσεις έρευνας εργατικών ατυχημάτων μπορεί να συντάσσονται και στις περιπτώσεις συμβάντων που θα μπορούσαν εν δυνάμει να προκαλέσουν θανάσιμο ή σοβαρό τραυματισμό εργαζομένων κατά την κρίση του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας του ΣΕΠΕ, εφόσον από τις εκθέσεις αυτές μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα από την υπηρεσία, εφόσον δεν πρόκειται για συνήθη, επαναλαμβανόμενα και τετριμμένα συμβάντα (με την φύση των οποίων έχει ήδη ασχοληθεί πολλές φορές η υπηρεσία στο παρελθόν) και σε κάθε περίπτωση εφόσον το επιτρέπει τη συγκεκριμένη περίοδο ο εργασιακός φόρτος της, ο υπάρχον προγραμματισμός και η επάρκεια στη στελέχωση με προσωπικό.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ
ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ Σ.ΕΠ.Ε.
Α) Ο επιθεωρητής εργασίας πέρα από την υποχρέωσή του να μην αποκαλύπτει σε τρίτους κανένα στοιχείο ή πληροφορία που λαμβάνει αναφορικά με την επιχείρηση την οποία επισκέπτεται πρέπει επίσης να τηρεί αυστηρά τον κανόνα της απόλυτης εχεμύθειας όσον αφορά την ταυτότητα του καταγγέλοντα ή την ταυτότητα των εργαζομένων που του δίνουν πληροφορίες, ώστε τα ανωτέρω άτομα να μην εκτίθενται στο ενδεχόμενο αντεκδίκησης ή οποιασδήποτε άλλης ζημιάς ή επίπτωσης από την πλευρά του εργοδότη. Στην σπάνια περίπτωση που η αποκάλυψη της πηγής πληροφόρησης στον εργοδότη θα μπορούσε να βοηθήσει σε σημαντικό βαθμό το έργο του επιθεωρητή όσον αφορά τη διεκπεραίωση της καταγγελίας, κάτι θα μπορεί να γίνει μόνο εφόσον εξασφαλισθεί η έγγραφη συγκατάθεση του καταγγέλοντα στην υπηρεσία, μέσω της κατάθεσης σχετικής υπεύθυνης δήλωσης.
Β) Ο επιθεωρητής εργασίας δεν πρέπει να κάνει ούτε ακόμα την παραμικρή νύξη προς τον εργοδότη, από την οποία να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η επιθεώρηση της επιχείρησης έγινε λόγω κάποιας καταγγελίας.
Γ) Ο επιθεωρητής κατά την επίσκεψή του σε μια επιχείρηση για την εξέταση μιας καταγγελίας, δύναται κατά την κρίση του είτε να εξετάσει αποκλειστικά και μόνο το θέμα της καταγγελίας ή και άλλα θέματα ή ακόμη και να προβεί γενικό έλεγχο της επιχείρησης.
Δ) Από την μέχρι τώρα εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την ίδρυση του ΣΕΠΕ μέχρι σήμερα, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός (και υπάρχουν πολλά παραδείγματα για αυτό), ότι ένα μεγάλο μέρος των εισερχόμενων καταγγελιών στις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ δεν σχετίζεται με αντίστοιχο πραγματικό και ειλικρινές ενδιαφέρον των εργαζομένων ή των τρίτων, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο ενεργειών εκδίκησης προς τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή στο πλαίσιο επιχειρηματικού πολέμου μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Το πρόβλημα αυτό εντοπίζεται ως επί το πλείστον στα θέματα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. Ετσι παρατηρείται το φαινόμενο να εισέρχονται και να καταχωρούνται στις υπηρεσίες πληθώρα επωνύμων ή ανωνύμων αόριστων καταγγελιών οι οποίες πολλές φορές για διαφόρους λόγους επαναλαμβάνονται περιοδικά κάθε χρόνο ή ακόμη και πολλές φορές στον ίδιο χρόνο και αφορούν την ίδια επιχείρηση ή διαφορετικές εγκαταστάσεις της ίδιας επιχείρησης. Μερικές από αυτές είναι εντελώς αόριστες (π.χ. έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας), μπορεί να αποτελούν μάλιστα μέρος μιας γενικότερης καταγγελίας που απευθύνεται σε διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου και αφορά διάφορα ζητήματα και συνήθως είναι μικρής σπουδαιότητας σε σχέση πάντα με τον όγκο εργασίας που προκαλούν στις υπηρεσίες. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίος ο εξορθολογισμός της διαχείρισης των διαφόρων καταγγελιών, δεδομένου ότι η εισροή αόριστων, επουσιωδών και με αμφιβόλων ελατηρίων καταγγελιών δεν διαταράσσει απλώς τον προγραμματισμό των υπηρεσιών αλλά τις αποπροσανατολίζει από το κύριο έργο τους. Οι επιθεωρητές σπαταλούν το χρόνο τους πολλές φορές σε δευτερεύοντα ζητήματα, ενώ σημαντικοί τομείς του αντικειμένου και στους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν πραγματικά ανάγκη τη συχνότερη παρουσία των επιθεωρητών στους χώρους εργασίας τους, μένουν αναγκαστικά ακάλυπτοι.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους προτείνεται:
1) Ολες οι αόριστες καταγγελίες που εισέρχονται και καταχωρούνται στο προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο καταγγελιών που τηρείται σε όλες τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ (σύμφωνα και με τις σχετικές υποδείξεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας), να διαγράφονται με ευθύνη του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας (του Διευθυντή δηλαδή του ΚΕΠΕΚ ή του προϊσταμένου του τοπικού Τ.Τ.Υ.Ε.
2) Να μην εξετάζεται δεύτερη φορά εντός του ίδιου έτους καταγγελία με το ίδιο θέμα και για την ίδια εγκατάσταση μιας επιχείρησης, εφόσον έχουν ήδη επιληφθεί οι επιθεωρητές, αλλά αυτή να διαγράφεται με ευθύνη του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας και ανεξάρτητα από την πηγή της (αν προέρχεται δηλαδή από εργαζόμενο, από τρίτο ή αν είναι ανώνυμη).
3) Αν μία καταγγελία γίνει δεύτερη φορά εντός του ίδιου έτους και αφορά είτε το ίδιο θέμα αλλά σε διαφορετική εγκατάσταση μιας επιχείρησης ή διαφορετικό θέμα ή θέματα (σε σχέση με την πρώτη καταγγελία), σε οποιοδήποτε εγκατάσταση της επιχείρησης, ο προϊστάμενος της οργανικής μονάδας πρέπει να προγραμματίσει γενικό έλεγχο σε όλες τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Για κάθε επόμενη φορά που γίνεται καταγγελία εντός του ίδιου έτους για την ίδια επιχείρηση από οποιαδήποτε πηγή, θα εφαρμόζονται τα αναγραφόμενα στο 2).
4) Για καταγγελίες που γίνονται στις υπηρεσίες κατ’ εξακολούθηση και επαναλαμβάνονται τυχαία ή περιοδικά στη διάρκεια ενός έτους από τις ίδιες ή διαφορετικές πηγές και αφορούν μεν διαφορετικές επιχειρήσεις αλλά εντοπίζονται σε αυστηρά συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα (περίπτωση που έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν στο πλαίσιο της προσπάθειας ατόμων ή επιχειρήσεων να χρησιμοποιήσουν το ΣΕΠΕ για να προωθήσουν εμμέσως το προϊόν ή υπηρεσίες τους σε επιχειρήσεις για τις οποίες γίνονταν οι καταγγελίες από τα εν λόγω άτομα), αυτές θα εξετάζονται μέχρι 3 το πολύ φορές υποχρεωτικά από την κατά τόπους υπηρεσία και στη συνέχεια είτε θα εξετάζονται (μερικώς ή στο σύνολό τους) ή θα διαγράφονται κατά τη κρίση του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας. Στην πρώτη δε περίπτωση που θα εξετάζονται (μερικώς ή στο σύνολό τους) σε όλες αυτές τις υποθέσεις θα δίδεται «χαμηλή» προτεραιότητα ώστε να μην παρακωλύεται το κύριο ελεγκτικό έργο της υπηρεσίας.
5) Για καταγγελίες που γίνονται στις υπηρεσίες κατ’ εξακολούθηση και επαναλαμβάνονται τυχαία ή περιοδικά στην πορεία των ετών i) από τις ίδιες ή διαφορετικές πηγές και αφορούν τις ίδιες κάθε φορά επιχειρήσεις ii) από τις ίδιες ή διαφορετικές πηγές και αφορούν μεν διαφορετικές επιχειρήσεις αλλά εντοπίζονται σε συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα (περίπτωση που και αυτή έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν), αυτές θα εξετάζονται ή όχι κατά τη κρίση του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας. Στην πρώτη δε περίπτωση σε όλες αυτές τις υποθέσεις θα δίδεται «χαμηλή» προτεραιότητα ώστε να μην παρακωλύεται το κύριο ελεγκτικό έργο της υπηρεσίας.
6) Για καταγγελίες που γίνονται για μια επιχείρηση μια δεδομένη χρονική στιγμή και αφορούν το σύνολο των υποκαταστημάτων της ή μεγάλο μέρος από αυτά (π.χ. τράπεζες), κατά την κρίση του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας θα πρέπει να προγραμματιστούν μόνο δειγματοληπτικές επιθεωρήσεις στα πιο αντιπροσωπευτικά υποκαταστήματα και να κληθεί η επιχείρηση (όπως άλλωστε είναι υποχρεωμένη), να εφαρμόσει τις υποδείξεις σε όλα τα υποκαταστήματά της.
7) Για καταγγελίες που γίνονται στις υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. (ΚΕΠΕΚ & ΤΤΥΕ), για θέματα που αφορούν μεν την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά υπάρχει για αυτά ειδικότερη νομοθεσία άλλων Υπουργείων και φορέων (την οποία νομοθεσία οι επιθεωρητές δεν γνωρίζουν, δεν ενημερώνονται για τυχόν τροποποιήσεις της και δεν είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή της), οι επιθεωρητές θα πρέπει να επιλαμβάνονται (αναφορών, επιβολή κυρώσεων κ.λ.π.), μόνο εφόσον ειδοποιηθούν, επιληφθούν και γνωμοδοτήσουν πρώτα σχετικά με την ύπαρξη ή μη παραβάσεων της ειδικής νομοθεσίας οι αντίστοιχες υπηρεσίες (πυροσβεστική, υπουργείο υγείας, πολεοδομία, υπηρεσίες πρώην υπουργείου βιομηχανίας, Δ.Ε.Η κ.λ.π.). Για παράδειγμα οι τεχνικοί επιθεωρητές καλούνται να εξετάσουν καταγγελίες σχετικά με την άσκηση τεχνικών καθηκόντων από εργαζόμενους (π.χ. άδειες χειριστών μηχανημάτων, πρακτικών μηχανικών, θερμαστών, κ.λ.π.), τη στιγμή που τόσο τη σχετική νομοθεσία που αφορά τις άδειες χειρισμού όσο και αυτή τη νομοθεσία που σχετίζεται με την ορθή λειτουργία, την εγκατάσταση, την ασφαλή κυκλοφορία και την αδειοδότηση των διαφόρων μηχανημάτων (ή εν γένει μηχανολογικών εγκαταστάσεων), χειρίζονται άλλες υπηρεσίες (νομοθεσία πρώην υπουργείων ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ και ΥΠΕΧΩΔΕ κ.λ.π.).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗ Δ.Ε.Η.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ενός εργασιακού χώρου οι τεχνικοί και υγειονομικοί επιθεωρητές έχουν τη αρμοδιότητα να διακόπτουν τις εκτελούμενες εργασίες ή να μην επιτρέπουν την έναρξη ή τη συνέχιση οικοδομικών και εν γένει τεχνικών εργασιών, εφόσον διαπιστώσουν επιτόπου παραβίαση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και την ύπαρξη σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τους εργαζόμενους.
Κατά συνέπεια οι επιθεωρητές εργασίας δεν έχουν αρμοδιότητα να διακόπτουν εκτελούμενες εργασίες ή να μην επιτρέπουν την έναρξη ή τη συνέχιση τεχνικών εργασιών σε περιπτώσεις που η ύπαρξη σοβαρής επικινδυνότητας για τους εργαζόμενους δεν προκύπτει άμεσα από διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας ή δεν είναι καταφανής με βάση την κοινή λογική και εμπειρία. Αν υπάρχει υπόνοια ελλοχεύοντος κινδύνου για τους εργαζόμενους λόγω παραβίασης ειδικότερης νομοθεσία άλλων Υπουργείων και φορέων και την οποία νομοθεσία οι επιθεωρητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν επαρκώς, δεν ενημερώνονται για τυχόν τροποποιήσεις της και δεν είναι αρμόδιοι για τον έλεγχο και την εφαρμογή της, θα πρέπει να ειδοποιούνται το συντομότερο δυνατόν, οι αντίστοιχες αρμόδιες υπηρεσίες (πολεοδομία, Δ.Ε.Η κ.λ.π.).
Με βάση τα ανωτέρω, τα ΚΕΠΕΚ και τα ΤΤΥΕ δεν πρέπει να εμπλέκονται σε διακοπές εκτελούμενων εργασιών οικοδομικών και εν γένει τεχνικών εργασιών ή να απαγορεύουν την έναρξη ή τη συνέχισή τους, οι οποίες έχουν επιβληθεί αποκλειστικά και μόνο λόγω της διαπίστωσης από άλλες υπηρεσίες παραβάσεων νομοθετικών διατάξεων ή κανονισμών για τις οποίες παραβάσεις είναι αρμόδιες αυτές οι υπηρεσίες για την εφαρμογή τους, δεδομένου ότι οι ανωτέρω υπηρεσίες έχουν και οι ίδιες την αρμοδιότητα σε συνεργασία με τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές (χωρίς να είναι απαραίτητη η δηλαδή εμπλοκή του ΣΕΠΕ), να απαγορεύουν την εκτέλεση εργασιών κάνοντας χρήση άλλων νομοθετικών εργαλείων πέραν του άρθρου 116 του ΠΔ 1073/81 (ειδικοί κανονισμοί, αστυνομικές διατάξεις, διατάξεις ποινικού κώδικα κ.λ.π.). Ειδικότερα, για τα οικοδομικά και τα τεχνικά έργα τα ΚΕΠΕΚ και τα ΤΤΥΕ δεν πρέπει να εμπλέκονται:
1) Σε διακοπές εκτελούμενων εργασιών οικοδομικών και εν γένει τεχνικών εργασιών ή σε απαγορεύσεις έναρξης ή συνέχισης εργασιών λόγω έλλειψης στατικής επάρκειας ή λόγω ύπαρξης δομικής επικινδυνότητας που δεν είναι εμφανής (όπως είναι για παράδειγμα η ύπαρξη ενός δομικού στοιχείου που επικρέμεται σε ύψος ή βρίσκεται εξόφθαλμα σε ασταθή ισορροπία), δεδομένου ότι την αρμοδιότητα αυτή έχουν οι κατά τόπους πολεοδομικές υπηρεσίες.
2) Σε διακοπές εκτελούμενων εργασιών οικοδομικών και εν γένει τεχνικών εργασιών ή ή σε απαγορεύσεις έναρξης ή συνέχισης εργασιών λόγω παραβίασης των ειδικών κανονισμών της ΔΕΗ και ύστερα από ειδοποίηση της τελευταίας.
Ειδικότερα, στο θέμα της αντιμετώπισης του κινδύνου από ηλεκτροπληξία λόγω γειτνίασης εργασιακών χώρων (εργοταξίων) με το δίκτυο της Δ.Ε.Η., οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ (ΚΕΠΕΚ και ΤΤΥΕ) πρέπει να επιλαμβάνονται και να διακόπτουν εργασίες όταν διαπιστώσουν οι ίδιοι επιτόπου επικινδυνότητα κατά την εκτέλεση εργασιών, μόνο με βάση τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 78 του ΠΔ 1073/81 και όχι με βάση τα αναγραφόμενα στο άρθρο 79 που σε κανένα σημείο δεν εμπλέκει και δεν αναφέρει τις υπηρεσίες μας.
Η εμπλοκή της υπηρεσίας μας σε διακοπές εκτελούμενων εργασιών οικοδομικών και εν γένει τεχνικών εργασιών ή η απαγόρευση της έναρξης ή τη συνέχισής τους που έχει κάνει η Δ.Ε.Η. λόγω παραβίασης των ειδικών κανονισμών της ΔΕΗ (αποστάσεις μελλοντικής οικοδομής από δίκτυα κ.λ.π.) και ύστερα από ειδοποίηση της τελευταίας δεν έχει νόημα για τους εξής λόγους:
a) Αν ένα τεχνικό έργο δεν έχει καν ξεκινήσει, με βάση την κοινή λογική δεν έχει κανένα νόημα οι υπηρεσίες μας να επιβάλλουν διακοπή εργασιών, αφού δεν εκτελούνται εργασίες (!!!!). Επίσης δεν έχει κανένα νόημα να απαγορεύσουν την έναρξη εργασιών σε τεχνικό έργο έπειτα από ειδοποίηση της Δ.Ε.Η., δεδομένου ότι οι επιθεωρητές δεν είναι αρμόδιοι ούτε είναι σε θέση να γνωρίζουν ούτε τους κανονισμούς της Δ.Ε.Η. που παραβιάζονται ούτε τη μελλοντική μορφή του έργου (π.χ. ύψος ορόφων, αποστάσεις μελλοντικών εξωστών ή οικοδομικής γραμμής από το δίκτυο της Δ.Ε.Η., ισχύ και χαρακτηριστικά του δικτύου κ.λ.π.). Σε αντίθεση, σύμφωνα με το άρθρο 79 του ΠΔ 1073/81 στη Δ.Ε.Η. υποβάλλονται από τον επιβλέποντα μηχανικό του έργου αναλυτικά σχέδια με το μελλοντικό ύψος της οικοδομής ή του τεχνικού έργου, με σημειωμένες τις θέσεις του υφιστάμενου δικτύου και τις αποστάσεις του από την οικοδομή ή το τεχνικό έργο. Οι διακοπές τεχνικών εργασιών που κακώς επιβάλλονται μέχρι σήμερα από τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ έπειτα από έγγραφα της Δ.Ε.Η., βασίζονται σε λανθασμένη ερμηνεία των προβλέψεων τις νομοθεσίας. Η εθιμική αυτή πρακτική που ακολουθείται πρέπει να σταματήσει άμεσα. Εως τώρα οι διακοπές τεχνικών εργασιών έπειτα από έγγραφα της Δ.Ε.Η., γίνονται αναγκαστικά από το γραφείο (!!!) γιατί ακόμα και αν οι επιθεωρητές μετέβαιναν επιτόπου για αυτοψία σε ένα οικόπεδο ή γενικότερα σε ένα γήπεδο επειδή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, θα αγνοούσαν την μελλοντική και οριζοντιογραφική θέση του κτιρίου ή της οικοδομής (πέρα από την άγνοια των ειδικών κανονισμών), δεν θα μπορούσαν να διαπιστώσουν τίποτα. Επιπλέον, όπως επίσης προαναφέρθηκε, και η ίδια η Δ.Ε.Η. μπορεί να προβαίνει σε διακοπές εργασιών σε συνεργασία με την αστυνομία χωρίς τη μεσολάβηση της υπηρεσίας μας.
b) Κατά τον ίδιο τρόπο και με βάση όλα τα ανωτέρω, αν ένα τεχνικό έργο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και η Δ.Ε.Η. είτε λόγω καθυστερημένης ειδοποίησης από τον εργολάβο και τον ιδιοκτήτη ή από άλλη αιτία θελήσει να το διακόψει για δικούς της λόγους, πάλι δεν έχει νόημα να εμπλακεί η υπηρεσία μας, αφού η ίδια η Δ.Ε.Η. μπορεί να προβεί στη διακοπή των εργασιών σε συνεργασία με την αστυνομία χωρίς τη μεσολάβηση της υπηρεσίας μας.
c) Για λόγους δεοντολογίας οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ δεν πρέπει να διακόπτουν ή να μην επιτρέπουν εργασίες έπειτα από έγγραφα της Δ.Ε.Η. από το γραφείο και μόνο ή να προβαίνουν σε άσκοπες μετακινήσεις και αυτοψίες άδειων οικοπέδων ή σταματημένων έργων σε άδεια οικόπεδα (!!!), χωρίς δηλαδή εκ των πραγμάτων να δύνανται να εκφέρουν άποψη για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους (εργατική νομοθεσία) και χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης, ικανοποιώντας απλώς τα σχετικά αιτήματα μιας ανώνυμης εταιρείας του δημοσίου.
d) Λόγω της κατά γενική ομολογία μεγάλης καθυστέρησης της Δ.Ε.Η. στην ικανοποίηση αιτημάτων εργολάβων και ιδιοκτητών νεοαναγειρόμενων οικοδομών για τη λήψη μέτρων και τη διενέργεια των απαραίτητων διευθετήσεων στα δίκτυα διανομής προκειμένου να εκτελεστούν έργα (το χρονικό διάστημα ικανοποίησης παρόμοιων αιτημάτων μπορεί να κυμανθεί από 2- 6 μήνες), οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ έχουν πολλές φορές στο παρελθόν χρεωθεί άδικα την καθυστέρηση της Δ.Ε.Η..,έχουν δυσφημισθεί στα μάτια των πολιτών και έχουν θεωρηθεί συνυπεύθυνες. Επίσης στο παρελθόν έχουν αναζητηθεί αδίκως και ποινικές ευθύνες από συναδέλφους από τις δικαστικές αρχές μετά από εργατικά ατυχήματα, λόγω εσφαλμένων εισηγήσεων και πληροφόρησης της Δ.Ε.Η. προς τις υπηρεσίες μας και λόγω λανθασμένων εν γένει ενεργειών της τελευταίας. Στο σημείο αυτό αναδύεται και ένα ακόμη καίριο ζήτημα νομικής φύσης, του κατά πόσον δηλαδή είναι σύννομη η διακοπή οικοδομικών εργασιών από την υπηρεσία μας μετά από έγγραφο της Δ.Ε.Η. για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ημερών (πόσο δε για διάστημα μηνών), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 του Ν. 2639/98 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 3846/2010 και εφόσον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν διαπιστώνεται άμεση και σοβαρή επικινδυνότητα από τις υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. αλλά κυρίας «εν δυνάμει» επικινδυνότητα από τη Δ.Ε.Η.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ενός εργασιακού χώρου οι τεχνικοί και υγειονομικοί επιθεωρητές έχουν τη αρμοδιότητα να διακόπτουν τις εκτελούμενες εργασίες ή να μην επιτρέπουν την έναρξη ή τη συνέχιση εργασιών σε θέσεις εργασίας, σε τμήμα ή σε ολόκληρη την εγκατάσταση μιας επιχείρησης, εφόσον διαπιστώσουν επιτόπου παραβίαση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και την ύπαρξη σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τους εργαζόμενους.
Κατά συνέπεια οι επιθεωρητές εργασίας δεν έχουν αρμοδιότητα να διακόπτουν τις εκτελούμενες εργασίες ή να μην επιτρέπουν την έναρξη ή τη συνέχιση εργασιών σε θέσεις εργασίας, σε τμήμα ή σε ολόκληρη την εγκατάσταση μιας επιχείρησης περιπτώσεις που η ύπαρξη σοβαρής επικινδυνότητας για τους εργαζόμενους δεν προκύπτει άμεσα από διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας ή δεν είναι καταφανής με βάση την κοινή λογική και εμπειρία. Αν υπάρχει υπόνοια ελλοχεύοντος κινδύνου για τους εργαζόμενους λόγω παραβίασης ειδικότερης νομοθεσία άλλων Υπουργείων και φορέων και την οποία νομοθεσία οι επιθεωρητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν επαρκώς, δεν ενημερώνονται για τυχόν τροποποιήσεις της και δεν είναι αρμόδιοι για τον έλεγχο και την εφαρμογή της, θα πρέπει να ειδοποιούνται για να επιληφθούν το συντομότερο δυνατόν, οι αντίστοιχες αρμόδιες υπηρεσίες (πολεοδομία, πυροσβεστική, υπουργείο υγείας, υπηρεσίες πρώην υπουργείου βιομηχανίας, κ.λ.π.).
Με βάση τα ανωτέρω, τα ΚΕΠΕΚ και τα ΤΤΥΕ δεν πρέπει να εμπλέκονται σε διακοπές εκτελούμενων εργασιών ή να μην επιτρέπουν την έναρξη ή τη συνέχιση τους σε θέσεις εργασίας, σε τμήμα ή σε ολόκληρη την εγκατάσταση μιας επιχείρησης, οι οποίες έχουν επιβληθεί αποκλειστικά και μόνο λόγω της διαπίστωσης από άλλες υπηρεσίες παραβάσεων νομοθετικών διατάξεων ή κανονισμών για τις οποίες παραβάσεις είναι αρμόδιες αυτές οι υπηρεσίες για την εφαρμογή τους, δεδομένου ότι και οι ανωτέρω υπηρεσίες έχουν οι ίδιες την αρμοδιότητα σε συνεργασία με τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές (χωρίς να είναι απαραίτητη η δηλαδή εμπλοκή του ΣΕΠΕ), να απαγορεύουν την εκτέλεση εργασιών κάνοντας χρήση άλλων νομοθετικών εργαλείων (ειδικοί κανονισμοί, αστυνομικές διατάξεις, διατάξεις ποινικού κώδικα κ.λ.π.).
Εξυπακούεται, ότι δεν πρέπει να ανταποκρίνονται και σε κανένα σχετικό γραπτό ή προφορικό αίτημα άλλων δημοσίων υπηρεσιών για επιβολή διακοπής σε εκτελούμενες εργασίες ή σε λειτουργία επιχειρήσεων λόγω παραβίασης νομοθετικών διατάξεων ασχέτων προς την εργατική νομοθετική νομοθεσία, αλλά μόνο εφόσον κριθεί απαραίτητο λόγω της ύπαρξης σοβαρών παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας, τις οποίες πρέπει να διαπιστώσουν οι ίδιοι οι επιθεωρητές και όχι τρίτοι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ
ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΝ ΦΑΚΕΛΩΝ – ΑΡΧΕΙΩΝ
ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΠΕΚ ΚΑΙ ΣΤΑ Τ.Τ.Υ.Ε.
Με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία (και ανεξάρτητα αν κάτι τέτοιο ήδη ακολουθείται από ορισμένα ΚΕΠΕΚ και Τ.Τ.Υ.Ε.), θα πρέπει, πέραν των λοιπών απαραίτητων τηρούμενων φακέλλων και αρχείων, σε κάθε υπηρεσία να τηρούνται κατά βάση για κάθε έτος και οι ακόλουθοι φάκελοι (οι οποίοι μπορούν να ονομαστούν εκ νέου Φ1, Φ2, Φ3, Φ4 κ.λ.π.).
1) Φάκελος εισερχομένων εγγράφων από την κεντρική υπηρεσία του ΣΕΠΕ στον οποίο θα καταχωρούνται όλα τα αντίστοιχα έγγραφα, οι εγκύκλιοι και η νέα κοινοποιούμενη νομοθεσία ευθύνης Υπουργείου Εργασίας , εκτός των θεμάτων προσωπικού.
2) Φάκελος εισερχομένων εγγράφων από την κεντρική υπηρεσία του ΣΕΠΕ στον οποίο θα καταχωρούνται όλα τα έγγραφα για θέματα προσωπικού (πλην τις ενημερώσεις για μετατάξεις κ.λ.π. οι οποίες θα καταχωρούνται προσωρινά αλλού και μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών θα πρέπει να καταστρέφονται).
3) Φάκελος εξερχομένων εγγράφων της οργανικής μονάδας προς την κεντρική υπηρεσία του ΣΕΠΕ.
4) Φάκελος εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων από και προς τις άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου (πλην δηλαδή της κεντρικής υπηρεσίας του ΣΕΠΕ).
5) Φάκελος ο οποίος θα περιέχει όλες τις κοινοποιούμενες εγκυκλίους και τη νέα νομοθεσία από άλλες δημόσιες υπηρεσίες.
6) Φάκελος εισερχομένων εγγράφων από τις υπηρεσίες του πρώην Υπουργείου Εσωτερικών που αφορούν αποκλειστικά θέματα λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και θέματα εξυπηρέτησης του πολίτη.
7) Φάκελος εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων της οργανικής μονάδας από και προς όλες τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες. του Υπουργείου (πλην δηλαδή της κεντρικής υπηρεσίας του ΣΕΠΕ).
Η ύπαρξη ενός ορθολογικού, ενιαίου αλλά και πραγματικά χρήσιμου τρόπου για την αρχειοθέτηση των διαφόρων εγγράφων σε κάθε οργανική μονάδα, θα αποτελέσει ένα ουσιαστικό εργαλείο στην καθημερινή εργασία κάθε επιθεωρητή, σε αντίθεση με το σημερινό καθεστώς, που δεν προβλέπει σαφείς διαδικασίες. Μεταφέροντας την προσωπική μου εμπειρία από την υπηρεσία στην οποία υπηρετώ καταθέτω τα ακόλουθα:
Την τελευταία δεκαετία όλο σχεδόν το προσωπικό που διατέθηκε μέσω των προγραμμάτων stage και ήταν σε θέση να προσφέρει έργο διατέθηκε και «κατασπαταλήθηκε» (λόγω του μεγάλου όγκου εισερχομένων ) και μαζί του και μόνιμοι υπάλληλοι στην τήρηση και διαχείριση του ογκώδους μεν αλλά ταυτόχρονα και κατά γενική ομολογία όλων των επιθεωρητών άχρηστου (από την πλευρά των καθημερινών αναγκών και των βασικών προτεραιοτήτων των υπηρεσιών) αρχείο τεχνικών ασφάλειας και ιατρών εργασίας των επιχειρήσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα νεκρό αρχείο. Στο 99,9 % των περιπτώσεων κανένας επιθεωρητής δεν το χρησιμοποιεί, δεδομένου ότι αυτό που τον αφορά κατά πρώτο λόγο (και πρέπει άλλωστε να τον αφορά), είναι η πραγματική εικόνα της επιχείρησης επιτόπου και η υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και κατά δεύτερο λόγο η τήρηση κάποιων τυπικών στοιχείων από την επιχείρηση. Αλλωστε το δεύτερο, την σωστή λειτουργία δηλαδή ή όχι λειτουργία του θεσμού του Τ.Α. και του Γ.Ε. μπορεί να διαπιστώσει ο επιθεωρητής μόνο επιτόπου και όχι από το γραφείο.
Η μακροχρόνια αυτή εμμονή με τη διαχείριση του ογκωδέστατου αλλά αχρήστου, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν αρχείου Τ.Α. και του Γ.Ε., έχει στερήσει από την υπηρεσία μου την δυνατότητα τήρησης ενός πραγματικά χρήσιμου συστήματος αρχειοθέτησης που θα βοηθούσε πραγματικά τον επιθεωρητή στο καθημερινό έργο του. Ετσι επειδή λόγω των εσφαλμένων προτεραιοτήτων δεν τηρούνται επαρκώς φάκελοι αντίστοιχοι με αυτούς που προτείνονται στην αρχή του κεφαλαίου παρατηρείται αδυναμία ή σημαντική δυσκολία στην εξεύρεση χρήσιμων εγγράφων του άμεσου παρελθόντος που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της υπηρεσίας (εγκύκλιοι, οδηγίες, θέματα διοικητικών διαδικασιών και εξυπηρέτησης του πολίτη, έγγραφα άλλων υπηρεσιών).
Από την άλλη μεριά δεν τηρείται (αν και προβλέπεται), το πραγματικό αρχείο επιχειρήσεων, στο οποίο θα πρέπει να καταγράφεται ολόκληρο το «ιστορικό» της κάθε επιχείρησης που έχει ελεγχθεί ή έχει καταθέσει παντός είδους δικαιολογητικά (έλεγχοι, επανέλεγχοι, κυρώσεις, αλληλογραφία, αλλά και στοιχεία Τ.Α. και Γ.Ε. κ.λ.π.). Η τήρηση ενός τέτοιου αρχείου αποτελεί ένα πραγματικά χρήσιμο εργαλείο για κάθε επιθεωρητή στην πορεία των ετών. Αν υπήρχε θα είχαν αποφευχθεί πολλά από τα γνωστά ευτράπελα που είναι γνωστά σε όλους (αφορά κυρίως τις μεγάλες οργανικές μονάδες) και οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ θα παρουσίαζαν καλύτερη εικόνα. Για να επιτευχθεί βέβαια ένα τέτοιο έργο (ιδιαίτερα στις μεγάλες οργανικές μονάδες) είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος μηχανογράφησης (μόνο σε ηλεκτρονική μορφή θα μπορούσε να ήταν λειτουργικό) και η ύπαρξη οπωσδήποτε διοικητικού προσωπικού για την υποστήριξή του .
Οσον αφορά τέλος το κλασσικό αρχείο Τ.Α. και του Γ.Ε. (συμβάσεις, πτυχία κ.λ.π.), μέχρι να καταργηθεί και νομοθετικά η υποχρέωση τήρησής του μπορεί, σύμφωνα και με παλαιότερες εισηγήσεις, να περιοριστεί με την απλή κατάθεση υπεύθυνων δηλώσεων από τις επιχειρήσεις.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ Σ.ΕΠ.Ε. ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΘΕΜΑΤΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΝ.
(Για τη σύνταξη αυτού του κεφαλαίου ελήφθησαν υπόψη ως επί το πλείστον σχετικές υποδείξεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για τον τρόπο οργάνωσης
και τη λειτουργία των υπηρεσιών επιθεώρησης εργασίας που οφείλουν
να ακολουθούν τα στα διάφορα κράτη μέλη).
1. Γενικά. Για να εκτελέσει τα καθήκοντά του ο επιθεωρητής εργασίας πρέπει να είναι πλήρως εξοικειωμένος με το σκοπό και το περιεχόμενο της νομοθεσίας που είναι υπεύθυνος να επιβάλλει, καθώς επίσης και με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με τη νομοθεσία αυτή. Πρέπει μέχρι του σημείου που καθίσταται δυνατόν να εξοικειωθεί με τα προβλήματα και τον τρόπο λειτουργίας των εγκαταστάσεων που πρόκειται να επιθεωρήσει, έτσι ώστε οι υποδείξεις του να είναι πρακτικές και εφαρμόσιμες. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι σε θέση να επεξηγεί:
α) τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου.
β) τα οφέλη και το κέρδος που επιτυγχάνονται στην πραγματικότητα από την εφαρμογή του λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής (άμεσα ή σε βάθος χρόνου), της υψηλής παραγωγικότητας και τις βελτιωμένες ανθρώπινες σχέσεις που παρατηρούνται σε χώρους εργασίας που εφαρμόζονται ορθές εργασιακές πρακτικές,
γ) τον ρόλο του ΣΕΠΕ στην επιβολή του συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου,
δ) τους τρόπους με τους οποίου οι εργοδότες, τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων και οι εργαζόμενοι μπορούν να συνεργαστούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια, η υγεία και η ευεξία των τελευταίων.
Η επιτυχία στο έργο αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις τεχνικές γνώσεις και ικανότητες του κάθε επιθεωρητή, αλλά εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η κριτική του ικανότητα, η αμεροληψία και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ολοι αυτοί οι παράγοντες έχουν άμεση σχέση με την επιτυχία του έργου του επιθεωρητή και έχουν ουσιαστική συμβολή ώστε ο τελευταίος να εμπνέει εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους (αλλά και στους εργοδότες) και να δύνανται να βοηθήσει τις δύο πλευρές στην προσπάθειά τους για τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.
Δυστυχώς κατά την άποψή μου και με βάση την προσωπική κτηθείσα εμπειρία από τη μέχρι τώρα λειτουργία του ΣΕΠΕ, η άγνοια ή η εσκεμμένη διαστροφή του προφίλ και του ρόλου που πρέπει να διατηρεί ο επιθεωρητής απέναντι σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας, ο λαϊκισμός, η μονόπλευρη και η κακώς νοούμενη φιλεργατική πολιτική έχει τραυματίσει το κύρος και την ακτινοβολία του θεσμού της επιθεώρησης. Λησμονείται, ότι με την εκπλήρωση των σκοπών της εργατικής νομοθεσίας ο επιθεωρητής εργασίας επιτελεί μια κοινωνική αποστολή σημαντικής σπουδαιότητας για το συμφέρον των εργοδοτών, των εργαζομένων και ολόκληρης της κοινωνίας. Δεν είναι ένας συνηθισμένος δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί μια συνήθη εργασία, αλλά ως εκτελεστικό και ελεγκτικό όργανο που έχει αρμοδιότητα να επιβάλλει την εργατική νομοθεσία καθώς επίσης και ως ειδικός και υπεύθυνος σύμβουλος σε θέματα εργατικής νομοθεσίας και οργάνωσης της εργασίας, ο επιθεωρητής εργασίας έχει μια ουσιώδη συνεισφορά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της κοινωνίας, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στο σημείο αυτό τονίζεται, ότι η αρμοδιότητα του επιθεωρητή εργασίας να «επιβάλλει την εργατική νομοθεσία» ατυχώς τις περισσότερες φορές εκούσια ή ακούσια παρερμηνεύεται ακόμα και από υπηρεσιακούς παράγοντες. Χωρίς να γίνεται διάκριση των λεπτών ισορροπιών που παρουσιάζονται στην πράξη, πολλές φορές προβάλλονται απαιτήσεις για τη λειτουργία των υπηρεσιών όχι ως πραγματικές επιθεωρήσεις εργασίας αλλά μάλλον ως υπηρεσίες «εργατικής αστυνομίας».
Τέλος σημειώνεται, ότι ο όρος έλεγχος που χρησιμοποιείται κατά κόρον σε όλα τα επίπεδα για την περιγραφή του έργου του επιθεωρητή είναι κατά την άποψή μου αδόκιμος και ούτως ή άλλως δεν αποδίδει ορθά τον αντίστοιχο όρο που χρησιμοποιείται διεθνώς (inspection στην αγγλική γλώσσα). Στην ουσία, ο όρος έλεγχος παραπέμπει συνήθως σε μια διαδικασία ρουτίνας που είναι απογυμνωμένη από την απαίτηση εφαρμογής εξειδικευμένης επιστημονικής γνώσης για τη διεκπεραίωσή της, δεν απαιτεί ιδιαίτερη διανοητική εργασία και κριτική σκέψη από αυτούς που την ασκούν, ακολουθεί προκαθορισμένα βήματα και εφόσον διαπιστωθούν οι όποιες παραβάσεις της αντίστοιχης νομοθεσίας δεν υπάρχει τις περισσότερες φορές η δυνατότητα προηγούμενων συστάσεων (σε αντίθεση με το πνεύμα της επιθεώρησης εργασίας διεθνώς), αλλά ακολουθείται αυτόματα η διαδικασία των κυρώσεων (ελεγκτές εφορειών, εισιτηρίων κ.λ.π.). Κατά συνέπεια ο όρος «έλεγχος» πρέπει να αντικατασταθεί παντού από τον όρο «επιθεώρηση» τόσο στον «νέο εσωτερικό κανονισμό» όσο και σε ολόκληρη την εργατική νομοθεσία και να μην χρησιμοποιείται πλέον. Σε ολόκληρο το παρόν κείμενο όπου χρησιμοποιείται ο όρος έλεγχος χρησιμοποιείται καταχρηστικά και προκειμένου με βάση την ισχύουσα ορολογία και πρακτική να καταστούν περισσότερο κατανοητά τα γραφόμενα.
2. Διαγωγή και υποχρεώσεις των επιθεωρητών εργασίας. Η λεπτότητα και η ευγένεια που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον επιθεωρητή εργασίας όσον αφορά με τις σχέσεις του με τους εργοδότες και με τους εργαζόμενους, αποτελεί βασική αρχή και ζήτημα υψίστης σπουδαιότητας. Επιπλέον:
α) Ο επιθεωρητής εργασίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκφράζει στους εργοδότες ή τους εργαζόμενους οποιαδήποτε προσωπική διαφωνία ή κριτική για το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που καλείται να εφαρμόσει ή να αποκαλύπτει τις οδηγίες που έχει λάβει από τους προϊσταμένους του. Οποιεσδήποτε προτάσεις που αφορούν βελτίωση ή εμπλουτισμό του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου ή ακόμη βελτιστοποίηση της διοικητικής λειτουργία της υπηρεσίας, θα πρέπει να τις υποβάλλει γραπτώς στους άμεσα προϊσταμένους του, οι οποίοι στη συνέχεια αφού τις εξετάσουν θα πρέπει με τη σειρά τους και ακολουθώντας την ιεραρχική τάξη να τις προωθήσουν μέχρι την ανώτερη αρχή διοίκησης (ειδική ή γενική γραμματεία).
β) Ο επιθεωρητής εργασίας δεν πρέπει επίσης να λησμονεί ότι διάφορες οι προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλουν κατ’ ελάχιστον απαιτήσεις και δεν υπάρχει περιθώριο για εκπτώσεις από αυτές (π.χ. μέσω επιμέρους αυθαίρετων συμφωνιών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων που καταλήγουν σε αποφάσεις για εφαρμογή ευνοϊκότερων μέτρων σε σχέση με αυτά που ορίζει ο νόμος.
γ) Επειδή η εργασία του επιθεωρητή απαιτεί πλήρη προσήλωσή του όσον αφορά τον διαθέσιμο χρόνο και τα ενδιαφέροντά του, δεν δύναται κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του να ασχολείται ή να του ανατίθενται καθήκοντα αλλότρια με το κύριο έργο της επιθεώρησης (π.χ. γραμματειακή ή διοικητική υποστήριξη της υπηρεσίας του ή άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου, συμμετοχή σε επιτροπές άσχετες με το έργο της επιθεώρησης κ.λ.π.), με εξαίρεση το εκπαιδευτικό, ερευνητικό, συγγραφικό και συμβουλευτικό έργο, λόγω της αναμφισβήτητα συσσωρευμένης και πολύπλευρης επιστημονικής γνώσης και εμπειρίας που αποκτά ο κάθε επιθεωρητής εργασίας και η οποία εκτείνεται οριζόντια σε όλο το παραγωγικό φάσμα και παράλληλα της ταυτόχρονης ανάγκης για διάχυση της γνώσης αυτής προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.
δ) Ο επιθεωρητής εργασίας πρέπει να τηρεί αυστηρά τον κανόνα της επαγγελματικής εχεμύθειας. Όλα τα εμπλεκόμενα άτομα και οι επιχειρήσεις δικαιούνται απόλυτης εξασφάλισης έναντι κάθε αδικαιολόγητης αποκάλυψης από την πλευρά των επιθεωρητών πληροφοριών που αυτοί αποκτούν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, είναι σημαντικό τα άτομα (και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι), τα οποία δίνουν πληροφορίες στους επιθεωρητές εργασίας ή προβαίνουν σε καταγγελίες για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας να μην εκτίθενται στο ενδεχόμενο αντεκδίκησης ή οποιασδήποτε άλλης ζημίας. Κάθε πηγή παρόμοιας πληροφόρησης ή καταγγελίας πρέπει να κρατείται απολύτως μυστική και επιπλέον δεν πρέπει να γίνεται ούτε η παραμικρή νύξη προς τον εκάστοτε εργοδότη από την οποία να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι μια επίσκεψη επιθεώρησης πραγματοποιήθηκε κατόπιν καταγγελίας.
ε) Είναι προφανές, ότι οι επιθεωρητές εργασίας δεν πρέπει να δέχονται οιασδήποτε μορφής δώρα, υπηρεσίες ή κάθε είδους εξυπηρετήσεις, τόσο από εργοδότες όσο και από εργαζόμενους. Η αποδοχή ακόμα και μικρής αξίας αντικειμένων ή υπηρεσιών (όπως για παράδειγμα η αγορά ενός εμπορεύματος σε έκπτωση η οποία δεν ισχύει για το υπόλοιπο καταναλωτικό κοινό), μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ανάρμοστης σχέσης και συνεπώς να καταστρέψει την υπόληψη του επιθεωρητή για αμεροληψία. Οι επιθεωρητές πρέπει ως εκ τούτου σε κάθε περίπτωση να αρνούνται κατηγορηματικά κάθε προσφορά δώρων, υπηρεσιών ή ειδικών εξυπηρετήσεων από εργοδότες ή εργαζόμενους.
3. Προετοιμασία επιθεωρήσεων. Πριν από κάθε επίσκεψη σε μια επιχείρηση, ο επιθεωρητής εργασίας πρέπει να είναι προετοιμασμένος ώστε να φέρει πάντοτε την ειδική ταυτότητα ή ενδεχομένως τα άλλα επίσημα έγγραφα που του χορηγούνται από την υπηρεσία και με τα οποία θα πιστοποιείται και η εξουσία του για τα θέματα εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Πέρα από το προβλεπόμενο δελτίο επιθεώρησης (ή ελέγχου όπως ονομάζεται σήμερα) ή οποιουδήποτε άλλου έντυπου αναφοράς ή προβλεπόμενης φόρμας καταγραφής των εκάστοτε παρατηρήσεων-υποδείξεων, ο επιθεωρητής θα πρέπει να είναι εφοδιασμένος με αντίγραφα της νομοθεσίας την οποία καλείται να επιβάλλει. Επιπλέον (ιδιαίτερα δε κατά τη διενέργεια προγραμματισμένων επιθεωρήσεων ή κατά την πρώτη επίσκεψη σε μια επιχείρηση), πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να φέρει μαζί του οποιαδήποτε επεξηγηματικά και ενημερωτικά φυλλάδια ή συναφείς εκδόσεις διαθέτει και σχετίζονται με την δραστηριότητα της επιχείρησης, για να είναι σε θέση να ενημερώσει και να αποσαφηνίσει πλήρως στους εργαζόμενους και τους εργοδότες τις προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας. Επιπλέον για την διευκόλυνση του έργου του, όπου είναι δυνατόν, πρέπει να αναζητήσει πληροφορίες από τα τηρούμενα αρχεία στην υπηρεσία αναφορικά με την προϊστορία της επιχείρησης (ύπαρξη προγενέστερων επιθεωρήσεων, κυρώσεων, ατυχημάτων, καταγγελιών ή οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία). Εάν πριν από την επίσκεψη σε μια επιχείρηση διαπιστώσει οποιαδήποτε είδους δυσκολία που σχετίζεται με την επιτυχή διεκπεραίωση της αποστολής του (π.χ. απαίτηση εξειδικευμένων γνώσεων για την παραγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης, δυσκολία κατανόησης, ερμηνείας η απλής εφαρμογής του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, προϊστορία επιχείρησης κ.λ.π.), ή για οποιαδήποτε άλλη ενδεχόμενη δυσχέρεια, είναι υποχρεωμένος να αναφέρει κάθε σχετικό πρόβλημα στον άμεσα προϊστάμενό του και να λάβει τις απαραίτητες οδηγίες και κατευθύνσεις.
4. Είδη επιθεωρήσεων. Οι επιθεωρήσεις μπορούν να χωριστούν σε δύο είδη:
α) Τακτικές (ή προγραμματισμένες) επισκέψεις αρχικής ή μετέπειτα επιθεωρήσεων και
β) Εκτακτες (ή ειδικές) επιθεωρήσεις. Στις τελευταίες ανήκουν οι επιθεωρήσεις ελέγχου για τη διαπίστωση εφαρμογής μιας συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης ή για την ενημέρωση εργοδοτών και εργαζομένων έπειτα από τη μεταβολή ή την προσθήκη μιας νέας γενικής ή και ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, οι αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις επανελέγχου γενικώς, οι επιθεωρήσεις για την έρευνα μόνο συγκεκριμένων καταγγελιών και τέλος οι επιθεωρήσεις μόνο για την έρευνα εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
Σε μια τακτική επίσκεψη, ο επιθεωρητής εργασίας εξετάζει όλα τα αρχεία και τα έγγραφα που προβλέπεται να τηρεί ο εργοδότης, επισκέπτεται όλες τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης όπου υπάρχουν θέσεις εργασίας και ερευνά τις συνθήκες εργασίας και τη τήρηση των γενικών αλλά των και ειδικών νομοθετικών προβλέψεων για την προστασία των εργαζομένων (ανάλογα δηλαδή με το είδος της επιχείρησης, την ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων, την ύπαρξη ιδιαίτερα επικίνδυνων ή ανθυγιεινών δραστηριοτήτων κ.λ.π.). Πρέπει να δίνεται επίσης βαρύτητα στην ύπαρξη ή όχι των προβλεπόμενων προειδοποιήσεων και της προβλεπόμενης σήμανσης ασφάλειας για την πληροφόρηση των εργαζομένων. Τέλος, όπου ο επιθεωρητής εργασίας θεωρεί απαραίτητο, σε μια τακτική επίσκεψη είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να υποβάλλει ερωτήσεις ή να λαμβάνει συνεντεύξεις από τον εργοδότη και από αντιπροσωπευτικό αριθμό εργαζομένων, ΄ώστε να μπορεί να διαπιστώσει το βαθμό ενημέρωσής τους για τα θέματα που αφορούν την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, για την πραγματοποίηση μιας έκτακτης επίσκεψης ο επιθεωρητής εργασίας έχει ένα ειδικό σκοπό που μπορεί να είναι ο έλεγχος συμμόρφωσης με ορισμένες εξειδικευμένες νομικές προβλέψεις, η εξακρίβωση των ενεργειών που έχουν γίνει από την πλευρά του εργοδότη για να εφαρμόσει συστάσεις ή εντολές που του έχουν δοθεί σε μια προηγούμενη επίσκεψη επιθεώρησης, η έρευνα των αιτίων ενός εργατικού ατυχήματος και η λήψη μέτρων για την αποφυγή της επανάληψης παρόμοιων συμβάντων, ή η έρευνα μια καταγγελίας κ.λ.π.. Οσον αφορά τις καταγγελίες, τονίζεται για μια ακόμη φορά ότι κάθε καταγγελία πρέπει να διερευνάται, εκτός εάν είναι καταχρηστική (σύμφωνα με την ανάλυση που έγινε σε προηγούμενο κεφάλαιο) και εάν οι ισχυρισμοί του καταγγέλοντα είναι καταφανώς ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν μια κατηγορία εναντίον κάποιου εργοδότη για παράβαση του νόμου. Το αυτό πρέπει να εφαρμόζεται και στις ανώνυμες καταγγελίες.
5. Χρόνος επίσκεψης. Κατά κανόνα, μια τακτική επίσκεψη επιθεώρησης πρέπει να διεκπεραιώνεται κατά τη διάρκεια των συνηθισμένων εργάσιμων ωρών μιας επιχείρησης.. Εντούτοις, εάν ο επιθεωρητής έχει λόγους να υποπτεύεται την ύπαρξη παραβάσεων κατά τη διάρκεια άλλων ωρών της ημέρας ή της νύχτας (π.χ. απασχόληση παιδιών ή εγκύων γυναικών σε απαγορευμένες ώρες), η επίσκεψη πρέπει να γίνεται κατά το χρόνο που η όλη κατάσταση μπορεί να διερευνηθεί. Στην περίπτωση εργοστασίων ή επιχειρήσεων που παρουσιάζουν ένταση δραστηριότητας σε ορισμένες χρονικές περιόδους στη διάρκεια του έτους, μια τακτική επίσκεψη πρέπει να προγραμματίζεται σε αυτές τις εποχικές περιόδους όπου και παρατηρείται αιχμή της απασχόλησης, δεδομένου ότι είναι πιθανότερο να διαπιστωθούν παραβάσεις στη διάρκεια αυτών των περιόδων σε σχέση με τις περιόδους στασιμότητας ή μικρότερης δραστηριότητας.
Εάν εισαχθούν νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας, επιχείρησης ή εγκατάστασης, η υπηρεσία επιθεώρησης πρέπει να προγραμματίσει τακτικές ή έκτακτες επιθεωρήσεις και να επικεντρωθεί σε αυτό το είδος δραστηριότητας ή επιχείρησης ή εγκατάστασης αμέσως μετά την περίοδο από την υιοθέτηση του νέου αυτού νομοθετικού πλαισίου. Οι προσπάθειες των επιθεωρητών σε αυτή την περίπτωση πρέπει να εστιαστούν ως επί το πλείστον στην πληροφόρηση και καθοδήγηση των εργοδοτών και των εργαζομένων προς την κατεύθυνση της ταχείας αφομοίωσης, της ορθής και της άμεσης εφαρμογής των νέων νομοθετικών απαιτήσεων.
6. Ειδοποίηση για τις επισκέψεις. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι επιθεωρητές εργασίας δεν πρέπει να ενημερώνουν εκ των προτέρων τους εργοδότες για επικείμενη επιθεώρηση. Μια επίσκεψη που έχει ανακοινωθεί εκ των προτέρων είναι προφανές ότι θα οδηγήσει σε απόκρυψη ενός αριθμού παραβάσεων της νομοθεσίας. Σε μερικές περιπτώσεις όμως, η ειδοποίηση ενός εργοδότη για προτιθέμενη επίσκεψη είναι για πρακτικούς λόγους αναπόφευκτη. Σε αγροτικές για παράδειγμα περιοχές, εάν οι επιθεωρητές δεν διαθέτουν κατάλληλο μέσο για την απαραίτητη μετακίνησή τους (ή δεν διαθέτουν καθόλου μέσο), και δύνανται μετά από ενημέρωση των προϊσταμένων τους να ειδοποιήσουν τον εργοδότη ή τον υπεύθυνο μιας επιχείρησης, ώστε ο τελευταίος να φροντίσει για τη μεταφορά τους. Επίσης, μπορεί η μορφή και το είδος των εγκαταστάσεων μιας επιχείρησης να είναι τέτοια ώστε ή να μην είναι δυνατή η προσέγγιση των διαφόρων θέσεων εργασίας χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση του εργοδότη ή και να μην υπάρχει η δυνατότητα αιφνιδιαστικής επίσκεψης για τους επιθεωρητές (π.χ. θαλάσσιες εξέδρες, απαγορευμένες περιοχές σε διυλιστήρια κ.λ.π.),.
Κατά την είσοδο σε μια επιχείρηση η συνήθης πρακτική των επιθεωρητών είναι αρχικά να συστήνονται σε κάποιον υπεύθυνο στον οποίο θα πρέπει να επιδεικνύουν τις προβλεπόμενες ταυτότητες και να εξηγούν το σκοπό της επίσκεψής τους. Υπό εξαιρετικές συνθήκες, (για παράδειγμα εάν οι επιθεωρητές έχουν λόγο να πιστεύουν ότι η συνήθης διαδικασία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη μιας παράβασης), οι επιθεωρητές μπορεί να αποφασίσουν να εξετάσουν τις εγκαταστάσεις μια επιχείρησης όπου απασχολούνται εργαζόμενοι, χωρίς προηγουμένως να συστηθούν ή χωρίς να ειδοποιήσουν κάποιον υπεύθυνο.
7. Σειρά των εξεταζομένων στοιχείων. Γενικώς, δεν είναι δυνατόν να προταθεί μια σειρά για το πώς πρέπει να γίνεται μια επιθεώρηση και ποια στοιχεία έχουν υψηλή προτεραιότητα να εξεταστούν έναντι άλλων χαμηλότερης προτεραιότητας. Ο επιθεωρητής εργασίας πρέπει να κρίνει ο ίδιος εάν πρώτα πρέπει να εξετάσει τις επικρατούσες συνθήκες εργασίας στις διάφορες θέσεις μιας επιχείρησης ή αντίστοιχα εάν πρέπει να εξετάσει τη τήρηση των διαφόρων προβλεπόμενων βιβλίων, αρχεία και εγγράφων στα γραφεία της. Σημαντικό ρόλο στην τελική του απόφαση πρέπει να παίξει: α) η προηγούμενη εμπειρία του από την εν λόγω επιχείρηση (ή από άλλες επιχειρήσεις με όμοια ή κοινά χαρακτηριστικά), β) οι διάφορες ενδείξεις και υποψίες που μπορεί να έχει για τον «τομέα ή τμήματος» της επιχείρησης που είναι πιθανότερο να συναντήσει παραβάσεις (στα τυπικά έγγραφα και βιβλία που πρέπει να τηρούνται δηλαδή ή στην επιθεώρηση των πραγματικών συνθηκών εργασίας) και γ) ή γενική εμπειρία του για την εκτίμηση του πιο πιθανού «τομέα ή τμήματος» της επιχείρησης που ο εργοδότης δύναται εύκολα να αποκρύψει την παραβατικότητά του. Κατά την πορεία της επιθεώρησης στις διάφορες θέσεις εργασίας, ο επιθεωρητής μπορεί να ζητήσει να συνοδεύεται από τον εργοδότη, τον διευθυντή ή άλλο υπεύθυνο πρόσωπο της επιχείρησης (χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο), προκειμένου και με βασικό σκοπό να επεξηγήσει επαρκώς στον κατά περίπτωση αρμόδιο εκπρόσωπο της επιχείρησης τις υποδείξεις του. Αυτό γίνεται, ώστε ο υπεύθυνος της επιχείρησης να είναι σε θέση να προβεί το συντομότερο δυνατό στις απαραίτητες ορθές ενέργειες για συμμόρφωση με τη νομοθεσία. Επίσης, πρέπει να γίνεται το ίδιο (χωρίς πάλι να είναι απαραίτητο) και στις περιπτώσεις που υπάρχει συμβούλιο εργαζομένων ή επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας ή τέλος σωματεία εργαζομένων, οπότε ο επιθεωρητής μπορεί να ζητήσει να συνοδεύεται από έναν ή και περισσότερους εκπροσώπους των εργαζομένων.
8. Αρχική επίσκεψη επιθεώρησης. Εάν η αρχική επίσκεψη σε μια επιχείρηση η οποία δεν έχει προηγουμένως επιθεωρηθεί (ή εάν η διεύθυνση της επιχείρησης είναι νέα), διεκπεραιωθεί κατά τον δέοντα τρόπο, το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη στάση του εργοδότη απέναντι στην υπηρεσία. Ο επιθεωρητής πρέπει αρχικά (στις περισσότερες των περιπτώσεων και σύμφωνα με τα προλεχθέντα), να συσταθεί στον εργοδότη, να επιδείξει την ταυτότητά του και να εξηγήσει το σκοπό της επίσκεψής του. Πρέπει επίσης να βρει το χρόνο να σκιαγραφήσει τον τρόπο λειτουργίας του μέσα στην επιχείρηση (εξέταση βιβλίων και εγγράφων, εξέταση εργαζομένων, επίσκεψη θέσεων εργασίας, συλλογή στοιχείων αναφορικά με τις μεθόδους παραγωγής και τις συνθήκες εργασίας κ.λ.π.) και να είναι πάντοτε σε θέση να αναλύσει και να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες στον εργοδότη και στους εργαζόμενους για τις προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας. Πρέπει επίσης να τονίσει ότι ο σκοπός της αποστολής του δεν είναι μόνο η ενημέρωση αλλά είναι κυρίως η εξασφάλιση εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Στο τέλος της επίσκεψής του στην επιχείρηση ο επιθεωρητής πρέπει να συζητήσει με τον εργοδότη για όλα τα ευρήματά του, να του υποδείξει τις παρατηρούμενες ελλείψεις, να του προσφέρει συμβουλές για όλες τις απαραίτητες βελτιώσεις και ενδεχομένως να τον προμηθεύσει με κατάλληλο ενημερωτικό υλικό (αποσπάσματα και ερμηνείες νόμων, ενημερωτικά φυλλάδια, φωτογραφίες, αφίσες κ.λ.π.). Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αυτών ο επιθεωρητής δεν πρέπει να παρασυρθεί από τον εργοδότη σε «διαπραγματεύσεις» ή «εκπτώσεις» αναφορικά με την υποχρεωτική μελλοντική συμμόρφωση του δευτέρου και δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε εκτεταμένες συζητήσεις προκειμένου να του αποδείξει ή να τον πείσει για τις παραβάσεις που διαπίστωσε. Τέλος θα πρέπει να συντάξει και το προβλεπόμενο δελτίο επιθεώρησης. Η ανωτέρω δέουσα διαδικασία δεν επηρεάζει σε τίποτα το ελεύθερο δικαίωμα του κάθε επιθεωρητή να κινήσει ταυτόχρονα και τη διαδικασία επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων. Η περίσσεια χρόνου και προσοχής που πρέπει να αναλωθεί κατά την αρχική επίσκεψη σε μια επιχείρηση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση μιας σχέσης σεβασμού, εκτίμησης και εμπιστοσύνης στο έργο του επιθεωρητή τόσο από την πλευρά του εργοδότη, όσο (και κυρίως) από την πλευρά των εργαζομένων.
9. Πέρας μεταγενέστερων επισκέψεων επιθεώρησης. Παρόμοια διαδικασία, αλλά σίγουρα πολύ πιο σύντομη, θα πρέπει να ακολουθείται και στο τέλος κάθε επόμενης, μετά την αρχική, επίσκεψης επιθεώρησης.
10. Σύνταξη δελτίων επιθεώρησης. Ο επιθεωρητής εργασίας, μετά από την επίσκεψή του σε μια επιχείρηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να συντάσσει το αντίστοιχο δελτίο επιθεώρησης (και όχι δελτίο ελέγχου όπως ονομάζεται επί του παρόντος). Στο δελτίο αυτό θα πρέπει αρχικά να σκιαγραφεί το σκοπό της επίσκεψής του και να καταγράφει τις βασικότερες, διαπιστώσεις / υποδείξεις / παρατηρήσεις κατά το γνωστό μέχρι σήμερα τρόπο. Στις ειδικές περιπτώσεις που δεν κριθεί απαραίτητο να καταγραφούν σε δελτίο επιθεώρησης ιδιαίτερες παρατηρήσεις / υποδείξεις λόγω της έλλειψης αξιοσημείωτων ευρημάτων (π.χ. έρευνα εργατικού ατυχήματος που διαπιστώνεται ότι η υπηρεσία είναι αναρμόδια, επίσκεψη σε επιχείρηση που δεν απασχολεί εργαζομένους κ.α.), θα συνταχθεί οπωσδήποτε και σε αυτή την περίπτωση σχετικό δελτίο και θα καταγραφούν απλώς τα όποια ευρήματα και οι σχετικές ενέργειες του επιθεωρητή. Σε κάθε περίπτωση τα δελτία αυτά πρέπει και είναι λογικό να συνυπολογίζονται στη μηνιαία δραστηριότητα του επιθεωρητή, δεδομένου ότι ασχέτως με τα τελικά ευρήματα, ο επιθεωρητής αφιέρωσε κάποιο χρόνο για τη διεκπεραίωση της αντίστοιχης επίσκεψης (ο οποίος πολλές φορές είναι σημαντικός), τόσο μέσα στην επιχείρηση όσο και για τη μετακίνησή του σε αυτή (μετάβαση-επιστροφή).
Αθήνα 15-9-2010
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου